παρανεύω

παρανεύω
ΝΜΑ
νεοελλ.
(αμτβ.) γέρνω πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος, εκτελώ παλινδρομική κίνηση, ταλαντεύομαι («παρανεύουσα ατμομηχανή» — μηχανή χωρίς διωστήρα τής οποίας ο κύλινδρος κινείται ελεύθερα γύρω από δύο στροφείς οι οποίοι στηρίζονται σε έδρανα)
μσν.-αρχ.
νεύω, κλίνω προς το άλλο μέρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρανεύει — παρανεύω incline to one side pres ind mp 2nd sg παρανεύω incline to one side pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανεύειν — παρανεύω incline to one side pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • συμπαρανεύω — Α συναινώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρανεύω «νεύω, κλίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”